- μητρορραγία
- η(ιατρ.), αιμορραγία της μήτρας από παθολογικά αίτια ή τραυματισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μητρορραγία — η κάθε αιμορραγία τής μήτρας εκτός τής φυσιολογικής, δηλαδή τής έμμηνης ρύσης … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
ομφαλορραγία — η ιατρ. αιμορραγία τού ομφαλού νεογνού, που προέρχεται συνήθως από ατελή απολίνωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία] … Dictionary of Greek
στοματορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τής στοματικής κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, ατος + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι), πρβλ. μητρορραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Φοίβος] … Dictionary of Greek
τραχειορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία από την τραχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχεία + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία] … Dictionary of Greek
υστερορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τής μήτρας, μητρορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. μητρο ρραγία] … Dictionary of Greek
φατνιορραγία — η, Ν ιατρ. η μετά την εξαγωγή δοντιού αιμορραγία φατνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + ρραγία (< ρραγής < ρήγννμι «σπάζω»), πρβλ. μητρορραγία] … Dictionary of Greek
υστερορραγία — η η μητρορραγία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)